πεντανικός — ή, ό [πεντάνιο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πεντάνιο … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
πεντόζη — η (βιοχ.) γενική ονομασία τών οζών με πέντε άτομα άνθρακα που προέρχονται από το πεντάνιο, σημαντικότερες από τις οποίες είναι οι αλδοπεντόζες, που ομαδοποιούνται σε τέσσερα ζεύγη εναντιομερών: τις ριζόζες, τις αραβινόζες, τις ξυλόλες και τις… … Dictionary of Greek
χημεία — Η επιστήμη που μελετά τη σύσταση των ουσιών, τις αντιδράσεις τους και την παρασκευή τους. Παρότι ο ορισμός αυτός είναι ελλιπής ως προς τους σκοπούς της χ. είναι αρκετά πρόσφατος και απαιτήθηκαν αιώνες για να συμπληρωθεί. Η πολυπλοκότητα των… … Dictionary of Greek
γαζολίνη — Ελαφρότατη βενζίνη, που αποτελείται ουσιαστικά από βουτάνιο, πεντάνιο, εξάνιο, επτάνιο και οκτάνιο. Η γ. παρασκευάζεται με απορρόφηση από μέσα κλάσματα που προέρχονται από την απόσταξη των ορυκτελαίων, όπως για παράδειγμα το γαζόλιο.… … Dictionary of Greek